συμπτωματολογικός


συμπτωματολογικός
Προφορά

Ετυμολογία
συμπτωματολογικός συμπτωματολογία

Ερμηνεία
επίθετο┘ συμπτωματολογικός -ή, -ό

✦ ο αναφερόμενος στη συμπτωματολογία

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα
συμπτωματολογικά (Κ συμπτωματολογικώς)

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.