συμπρωταγωνίστρια
Προφορά
Ετυμολογία
συμπρωταγωνίστρια συν + πρωταγωνιστής
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└αρσενικό┘ ο συμπρωταγωνίστρια
✦ θηλ. συμπρωταγωνίστρια πρωταγωνιστής, μαζί με άλλον, σε θεατρικό ή κινηματογραφικό έργο
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–