συμποσιάζω


συμποσιάζω
Προφορά

Ετυμολογία
συμποσιάζω μεταγενέστερη ελληνική συμποσιάζω

Ερμηνεία
ρήμα συμποσιάζω

✦ μετέχω σε συμπόσιο, τρώγω και πίνω μαζί με άλλους: με παρακάλεσε να τους χαρίσω είκοσι βόδια για να συμποσιάσουν (Άγγ. Βλάχος)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.