συμπολιτευόμενος


συμπολιτευόμενος
Προφορά

Ετυμολογία
συμπολιτευόμενος μτχ. ενεστ. του συμπολιτεύομαι

Ερμηνεία
συμπολιτευόμενος

✦ -η, -ο μτχ. ως επίθ. (Κ -ένη, -ενον) οπαδός, υποστηρικτής του κυβερνητικού κόμματος

Συνώνυμα

Αντίθετα
αντιπολιτευόμενος
Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.