συμπολιτευόμενος Posted on 30 Ιουλίου 2018 by HonoLulu — Leave a reply συμπολιτευόμενοςΠροφοράhttp://lexiko.ellinopedia.com/wp-content/uploads/mp3/6/συμπολιτευόμενος.mp3Ετυμολογίασυμπολιτευόμενος μτχ. ενεστ. του συμπολιτεύομαι Ερμηνεία συμπολιτευόμενος ✦ -η, -ο μτχ. ως επίθ. (Κ -ένη, -ενον) οπαδός, υποστηρικτής του κυβερνητικού κόμματος Συνώνυμα–ΑντίθετααντιπολιτευόμενοςΕπιρρήματα–