συμπολιτεία
Προφορά
Ετυμολογία
συμπολιτεία μεταγενέστερη ελληνική συμπολιτεία
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η συμπολιτεία
✦ ένωση δύο ή περισσότερων αρχαίων ελληνικών πόλεων – κρατών σε κοινό κράτος, πολιτική ομοσπονδία: αχαϊκή συμπολιτεία
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–