συμπλοκή
Προφορά
Ετυμολογία
συμπλοκή αρχαία ελληνική συμπλοκή
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η συμπλοκή
✦ πλοκή, σύνδεση με άλλο
✦ σύμπλεγμα
✦ διαπληκτισμός, τσακωμός
✦ σύγκρουση μικρής διάρκειας ανάμεσα σε αντίπαλους στρατούς
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–