συμπλεκτικός


συμπλεκτικός
Προφορά

Ετυμολογία
συμπλεκτικός αρχαία ελληνική συμπλεκτικός

Ερμηνεία
συμπλεκτικός

✦ κ. συμπλεχτικός, -ή, -ό επίθ. (Κ -κτική, -όν) που συμπλέκει
✦ (γραμμ.) συμπλεκτικοί σύνδεσμοι, που συνδέουν όμοιους όρους ή όμοιες προτάσεις.

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα
συμπλεκτικώς, με συμπλεκτικό σύνδεσμο:οι προτάσεις συνδέονται συμπλεκτικώς

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.