συμπλήρωση


συμπλήρωση
Προφορά

Ετυμολογία
συμπλήρωση μεταγενέστερη ελληνική συμπλήρωσις

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η συμπλήρωση

✦ η πράξη και το αποτέλεσμα του συμπληρώνω, πλήρωση κενών, ελλείψεων
✦ ολοκλήρωση, αποπεράτωση

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.