συμπλέκω


συμπλέκω
Προφορά

Ετυμολογία
συμπλέκω αρχαία ελληνική συμπλέκω

Ερμηνεία
ρήμα συμπλέκω

✦ πλέκω κάτι μαζί με άλλο, σχηματίζω σύμπλεγμα
✦ (μέσ.) συμπλέκομαι, έρχομαι στα χέρια, τσακώνομαι
✦ αρχίζω μάχη
✦ συνενώνομαι, συνδέομαι

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.