συμπαρουσία
Προφορά
Ετυμολογία
συμπαρουσία αρχαία ελληνική συμπαρουσία
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η συμπαρουσία
✦ το να παρευρίσκεται κανείς κάπου μαζί με άλλον ή άλλους: για να βρει ένα συναίσθημα την έκφρασή του απαιτεί την αόρατη συμπαρουσία και των άλλων, κυριότατα… των πλέον αντιθετικών του (Οδ. Ελύτης)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–