συμπαρομαρτώ
Προφορά
Ετυμολογία
συμπαρομαρτώ αρχαία ελληνική συμπαρομαρτῶ
Ερμηνεία
└ρήμα┘ συμπαρομαρτώ -είς, -εί
✦ συνοδεύω
✦ πληθ. ουδ. μτχ. ενεστ. συμπαρομαρτούντα ως ουσ., τα παρεπόμενα, τα επακόλουθα, οι συνέπειες
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–