συμπαραγωγή
Προφορά
Ετυμολογία
συμπαραγωγή συμπαράγω
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η συμπαραγωγή
✦ η από κοινού παραγωγή
✦ (ειδ.) σύμπραξη πολλών παραγωγών για την παραγωγή κινηματογραφικού, τηλεοπτικού, θεατρικού κτλ. έργου: κινηματογραφική συμπαραγωγή
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–