συμπαράταξη


συμπαράταξη
Προφορά

Ετυμολογία
συμπαράταξη συμπαρατάσσομαι

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η συμπαράταξη

✦ στενή συνεργασία για κοινή επιδίωξη, συμμαχία: δημιουργία μιας ευρύτερης αριστερής συμπαράταξης (Καθημερινή)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.