συμπαράσταση


συμπαράσταση
Προφορά

Ετυμολογία
συμπαράσταση συμπαρίσταμαι

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η συμπαράσταση

✦ παροχή βοήθειας ή εκδήλωση συμπάθειας σε δύσκολες ή δυσάρεστες καταστάσεις

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.