συμπαθώ
Προφορά
Ετυμολογία
συμπαθώ αρχαία ελληνική συμπαθῶ
Ερμηνεία
συμπαθώ
✦ -είς, -εί κ. συμπαθάω ρ. (συμπάθησα) συμμερίζομαι τη θλίψη, τον πόνο κάποιου, συμπονώ, συμπάσχω
✦ αισθάνομαι συμπάθεια, αγάπη για κάποιον
✦ αντιμετωπίζω κάτι με καλή διάθεση
✦ συγχωρώ: συμπάθα με που πήρα το μέρος του (Π. Πρεβελάκης)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
αντιπαθώ, αποστρέφομαι, απεχθάνομαι
Επιρρήματα
–