συμπαθητικός


συμπαθητικός
Προφορά

Ετυμολογία
συμπαθητικός μεταγενέστερη ελληνική συμπαθητικός

Ερμηνεία
επίθετο┘ συμπαθητικός -ή, -ό

✦ που προκαλεί τη συμπάθεια, συμπαθής, αξιαγάπητος
✦ (για πράγμ.) ευχάριστος, που δεν προκαλεί ενόχληση: συμπαθητικό τραγούδι
✦ (ανατομ.) συμπαθητικό σύστημα, αυτόνομο νευρικό σύστημα που διέπει τα σπλάχνα και τα αγγεία
✦ (χημ.) συμπαθητική μελάνη, αφανής κατά τη γραφή μελάνη, που χρειάζεται χημική επεξεργασία για να γίνει ορατή

Συνώνυμα

Αντίθετα
ασυμπάθιστος, αντιπαθητικός, αποκρουστικός
Επιρρήματα
συμπαθητικά

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.