συμπαγής
Προφορά
Ετυμολογία
συμπαγής αρχαία ελληνική συμπαγής
Ερμηνεία
└επίθετο┘ συμπαγής -ής, -ές
✦ πυκνός, στερεός: συμπαγής όγκος
✦ (μτφ. ) ο ενωμένος με στερεούς δεσμούς φιλίας, αγάπης, συμμαχίας κτλ.: συμπαγείς χριστιανικοί πληθυσμοί (Διδώ Σωτηρίου)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
συμπαγώς