συμπάσχω
Προφορά
Ετυμολογία
συμπάσχω αρχαία ελληνική συμπάσχω
Ερμηνεία
└ρήμα┘ συμπάσχω
✦ πάσχω μαζί με άλλον: οι μεγάλες ψυχές πρέπει να συμπάσχουν και να αγγίζουνται στα βάθη ή στις κορυφές τους με κάποιο τρόπο (Γ. Σεφέρης)
✦ συναισθάνομαι τον πόνο ή τη θλίψη του άλλου, συμπαθώ, συμπονώ
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–