συμμορφώνω


συμμορφώνω
Προφορά

Ετυμολογία
συμμορφώνω μεταγενέστερη ελληνική συμμορφόομαι-οῦμαι

Ερμηνεία
ρήμα συμμορφώνω

✦ κάνω κάτι να είναι σύμφωνο με άλλο: να μη συμμορφώνει τον εαυτό του στις απαιτήσεις μιας καλοκαθισμένης πλειοψηφίας (Οδ. Ελύτης) – όλα αυτά που συμμορφώνουμε κάθε τόσο στο λεγόμενο «πνεύμα της εποχής» (Γ. Σεφέρης)
✦ κάνω κάποιον φρόνιμο
✦ (μέσ.) συμμορφώνομαι, κανονίζω τη διαγωγή μου, τις ενέργειές μου σύμφωνα με κάποιο πρότυπο, προσαρμόζομαι
✦ γίνομαι φρόνιμος
✦ τακτοποιούμαι, συγυρίζομαι

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.