συμμοριτοπόλεμος


συμμοριτοπόλεμος
Προφορά

Ετυμολογία
συμμοριτοπόλεμος συμμορία + πόλεμος

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο συμμοριτοπόλεμος

✦ πόλεμος μεταξύ ή εναντίον συμμοριών

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.