συμμορίτικος


συμμορίτικος
Προφορά

Ετυμολογία
συμμορίτικος συμμορίτης

Ερμηνεία
συμμορίτικος

✦ -ή, -ό κ. συμμορίτικος, -η, -ο επίθ. (Κ -ή, -όν) ο αναφερόμενος στη συμμορία ή τον συμμορίτη

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.