συμμετέχω
Προφορά
Ετυμολογία
συμμετέχω αρχαία ελληνική συμμετέχω
Ερμηνεία
└ρήμα┘ συμμετέχω
✦ μετέχω σε κάτι μαζί με άλλους: πολύ νέος συμμετείχε στην επανάσταση της ανεξαρτησίας (Ρέα Γαλανάκη)
✦ συμμερίζομαι
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
απέχω
Επιρρήματα
–