συμμαχία
Προφορά
Ετυμολογία
συμμαχία αρχαία ελληνική συμμαχία
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η συμμαχία
✦ διεξαγωγή κοινού αγώνα
✦ συνασπισμός δύο ή περισσότερων κρατών για ορισμένο πολεμικό σκοπό
✦ συνεννόηση, συνεργασία ατόμων εναντίον τρίτου
✦ ομάδα κρατών που συνδέονται με συμμαχικούς δεσμούς
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–