συμμέτοχος


συμμέτοχος
Προφορά

Ετυμολογία
συμμέτοχος μεταγενέστερη ελληνική συμμέτοχος

Ερμηνεία
επίθετο┘ συμμέτοχος -η, -ο

✦ που συμμετέχει σε κάτι, που συμμερίζεται ή συμπράττει

Συνώνυμα

Αντίθετα
αμέτοχος
Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.