συμβατός


συμβατός
Προφορά

Ετυμολογία
συμβατός μεταγενέστερη ελληνική συμβατός

Ερμηνεία
επίθετο┘ συμβατός -ή, -ό

✦ ο υποκείμενος σε σύμβαση
✦ (ηλεκτρον. από το αγγλικά compatible) η λ. για ηλεκτρον. υπολογιστή με δυνατότητα προσαρμογής και συνεργασίας με άλλους τύπους υπολογιστών

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.