συμβατικός
Προφορά
Ετυμολογία
συμβατικός αρχαία ελληνική συμβατικός
Ερμηνεία
└επίθετο┘ συμβατικός -ή, -ό
✦ ο καθορισμένος με συμφωνία: συμβατικές υποχρεώσεις
✦ που ακολουθεί την παράδοση, την καθιερωμένη συνήθεια: δεν πρόσεχε τους συμβατικούς κανόνες της κοινωνικής συμβίωσης (Γ. Θεοτοκάς)
✦ (στρατ.) ο μη πυρηνικός: συμβατικά όπλα
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
συμβατικά (Κ συμβατικώς)