συμβασιούχος


συμβασιούχος
Προφορά

Ετυμολογία
συμβασιούχος σύμβαση + έχω

Ερμηνεία
επίθετο┘ συμβασιούχος -α, -ο

✦ η λ. για δημόσιο υπάλληλο, όχι μόνιμο, αλλά με σύμβαση εργασίας ορισμένου ή αορίστου χρόνου

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.