συμβαίνω
Προφορά
Ετυμολογία
συμβαίνω αρχαία ελληνική συμβαίνω
Ερμηνεία
└ρήμα┘ συμβαίνω
✦ εύχρ. στο γ΄ πρόσ. συμβαίνει, γίνεται, ιδ. κατά σύμπτωση: αν συμβεί κάτι, ειδοποίησέ με – συνέβησαν πολλά περίεργα
✦ συμβαίνει να, τυχαίνει να: συμβαίνει να το ξέρω – συνέβη να λείπω εκείνη την ώρα
✦ πληθ. ουδ. μτχ. τα συμβαίνοντα, τα όσα γίνονται
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–