συλώ
Προφορά
Ετυμολογία
συλώ αρχαία ελληνική συλῶ
Ερμηνεία
└ρήμα┘ συλώ -άς, -ά
✦ λεηλατώ ιδ. ιερό χώρο: επειδή του χρειαζόντανε χρήματα, έστειλε ανθρώπους και σύλησε τους πλουσιότερους ναούς της Ελλάδας (Κ. Βάρναλης)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–