συλλυπούμαι
Προφορά
Ετυμολογία
συλλυπούμαι αρχαία ελληνική συλλυποῦμαι
Ερμηνεία
└ρήμα┘ συλλυπούμαι
✦ εκφράζω τη λύπη μου σε κάποιον για δυσάρεστο γεγονός που του συνέβη, ιδ. εκφράζω τη συμμετοχή μου στο πένθος κάποιου
✦ εκφράζω τη λύπη μου σε κάποιον για ανάρμοστη πράξη ή παράλειψή του
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–