συλλογίζομαι
Προφορά
Ετυμολογία
συλλογίζομαι αρχαία ελληνική συλλογίζομαι
Ερμηνεία
συλλογίζομαι
✦ κ. συλλογιέμαι κ. συλλογούμαι ρ. (συλλογ-ίστηκα, -ισμένος) συνδυάζω εντυπώσεις και κρίσεις για να βγάλω συμπέρασμα
✦ φέρνω στο νου μου, στη μνήμη μου, σκέφτομαι, αναπολώ
✦ υπολογίζω, λογαριάζω
✦ μτχ. παθ. πρκμ. συλλογισμένος, -η, -ο ως επίθ., σκεφτικός
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–