συλλογή
Προφορά
Ετυμολογία
συλλογή αρχαία ελληνική συλλογή
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η συλλογή
✦ το να συλλέγει κανείς κάτι, μάζεμα: συλλογή του καπνού – του ελαιοκάρπου
✦ συγκέντρωση πραγμάτων, στοιχείων κτλ. για χρήση, μελέτη κτλ.: συλλογή στοιχείων από επιτόπια έρευνα για τους χορούς της Θράκης – συλλογή επιστημονικού υλικού
✦ σύνολο πραγμάτων που έχουν συλλεγεί εξαιτίας της καλλιτεχνικής, ιστορικής κτλ. σημασίας τους, της αξίας, της σπανιότητάς τους ή άλλης ιδιότητας: συλλογή γραμματοσήμων
✦ επίμονη σκέψη, πνευματική απασχόληση: έπεσε σε βαθιά συλλογή
✦ σύνολο κειμένων που αποτελούν μιαν ενότητα: ποιητική συλλογή
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–