συλλέχτρια


συλλέχτρια
Προφορά

Ετυμολογία
συλλέχτρια συλλέγω

Ερμηνεία
συλλέχτρια

✦ αυτός που συλλέγει διάφορα αντικείμενα, που καταρτίζει συλλογές: συλλέκτης γραμματοσήμων – αυτογράφων
✦ συσκευή στην οποία συγκεντρώνεται νερό, ατμός κτλ. κατά τη λειτουργία μιας μηχανής

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.