συζητώ
Προφορά
Ετυμολογία
συζητώ αρχαία ελληνική συζητέω-ῶ
Ερμηνεία
└ρήμα┘ συζητώ -άς, -ά
✦ ερευνώ μαζί με άλλον ή άλλους τις απόψεις ζητήματος, ανταλλάσσω σκέψεις
✦ διατυπώνω αντιρρήσεις, λογομαχώ: συζητούσαν ζωηρά επί πολλή ώρα
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–