συζητήτρια
Προφορά
Ετυμολογία
συζητήτρια μεταγενέστερη ελληνική συζητητής
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└αρσενικό┘ ο συζητήτρια
✦ θηλ. συζητήτρια αυτός που συζητά
✦ που του αρέσει η συζήτηση ή ο επιδέξιος στις συζητήσεις
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–