συγχωρώ


συγχωρώ
Προφορά

Ετυμολογία
συγχωρώ αρχαία ελληνική συγχωρέω -ῶ

Ερμηνεία
συγχωρώ

✦ κ. συχωρώ, -είς, -εί ρ. (συγχώρ-ησα, -ήθηκα, -ημένος) απαλλάσσω κάποιον από το βάρος αμαρτήματος ή σφάλματος, δίνω τη συγγνώμη μου: φτάνει κάποτε μια μικρή αρετή για να συγχωρήσουμε πολλές κακίες (Γ. Σεφέρης)
✦ επιτρέπω: δεν συγχωρούνται τέτοια λάθη
✦ φρ. με συγχωρείτε, συγγνώμη
✦ μτχ. παθ. πρκμ. συχωρεμένος, -η ως ουσ., μακαρίτης

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.