συγκλονίζω
Προφορά
Ετυμολογία
συγκλονίζω αρχαία ελληνική συγκλονέω-ῶ
Ερμηνεία
└ρήμα┘ συγκλονίζω
✦ συνταράζω, σείω
✦ (μτφ. ) προκαλώ έντονη ψυχική ταραχή, μεγάλη συγκίνηση: είναι δύσκολο να μη μας συγκλονίσει το έργο το ευλογημένο από το μεγάλο και σπάνιο αγαθό της διάρκειας (Γ. Σεφέρης)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–