συγκλίνω
Προφορά
Ετυμολογία
συγκλίνω αρχαία ελληνική συγκλίνω
Ερμηνεία
└ρήμα┘ συγκλίνω
✦ κλίνω μαζί με άλλον προς το ίδιο μέρος και ιδ. προς τα μέσα
✦ (μτφ. ) κατευθύνομαι, κατατείνω στο ίδιο, με κάποιον άλλον, σημείο: οι απόψεις συγκλίνουν
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
αποκλίνω
Επιρρήματα
–