συγκεχυμένος


συγκεχυμένος
Προφορά

Ετυμολογία
συγκεχυμένος μτχ. παθ. πρκμ. του αρχαίου ελληνικού συγχέω

Ερμηνεία
συγκεχυμένος

✦ -η, -ο μτχ. ως επίθ. (Κ -η, -ον) ασαφής, ακαθόριστος, μπερδεμένος: θολές και συγκεχυμένες πατριωτικές δοξασίες (Γ. Θεοτοκάς)

Συνώνυμα

Αντίθετα
σαφής
Επιρρήματα
συγκεχυμένα (Κ συγκεχυμένως)

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.