συγκερνώ
Προφορά
Ετυμολογία
συγκερνώ αρχαία ελληνική συγκεράννυμι
Ερμηνεία
συγκερνώ
✦ κ. συγκερνώ, -άς, -ά ρ. (συγκέρ -ασα, -άστηκα, -ασμένος) αναμειγνύω δύο ή περισσότερα υγρά
✦ αναμειγνύω, συνδυάζω απόψεις, ιδέες κτλ.: αυτά τα δύο ρεύματα προσπαθεί να συγκεράσει και να ξελαγαρίσει το Βυζάντιο (Γ. Σεφέρης)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–