συγκεραστός
Προφορά
Ετυμολογία
συγκεραστός αρχαία ελληνική συγκεραστός, συγκεράννυμι
Ερμηνεία
συγκεραστός
✦ -ή, ό επίθ. (Κ -ή, -όν) αυτός του οποίου η δύναμη ή η σφοδρότητα μετριάστηκε με ανάμειξη με κάτι άλλο
✦ ανάμεικτος
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–