συγκερασμός


συγκερασμός
Προφορά

Ετυμολογία
συγκερασμός μεταγενέστερη ελληνική συγκερασμός

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο συγκερασμός

✦ ανάμειξη, ανακάτεμα
✦ συνδυασμός: συγκερασμός απόψεων – αντιλήψεων – σταμάτησε την ομαλή αλληλεπίδραση της γλώσσας των λογίων και της λαϊκής έκφρασης που θα οδηγούσε σ’ ένα συγκερασμό πλουτισμένον από τις αρετές της καθεμιάς (Γ. Σεφέρης)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.