συγκεντρώνω


συγκεντρώνω
Προφορά

Ετυμολογία
συγκεντρώνω μεταγενέστερη ελληνική συγκεντρόω-ῶ

Ερμηνεία
ρήμα συγκεντρώνω

✦ συναθροίζω πρόσωπα ή πράγματα στο ίδιο σημείο: υπάρχουν συγκεντρωμένα στρατεύματα στη μικρασιατική ακτή
✦ (μέσ.) συγκεντρώνομαι, αφοσιώνομαι απερίσπαστος σε κάτι
✦ φρ. συγκεντρώσου, πρόσεξε, μάζεψε το μυαλό σου

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.