συγκεντρωτισμός


συγκεντρωτισμός
Προφορά

Ετυμολογία
συγκεντρωτισμός συγκεντρώνω

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο συγκεντρωτισμός

✦ συγκέντρωση της εξουσίας στα χέρια λίγων μέσα σε οργανωμένη κοινωνική ομάδα
✦ συγκέντρωση των δημοσίων υπηρεσιών, οργανισμών κτλ., και γενικά της δημόσιας διοίκησης σ’ έναν τόπο

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.