συγκεκριμενοποιώ
Προφορά
Ετυμολογία
συγκεκριμενοποιώ συγκεκριμένος + ποιώ
Ερμηνεία
└ρήμα┘ συγκεκριμενοποιώ -είς, -εί
✦ κάνω κάτι συγκεκριμένο: η έλλειψη μιας προσωπογραφίας που θα συγκεκριμενοποιούσε τη μορφή του ποιητή (Οδ. Ελύτης)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–