συγκεκριμένος


συγκεκριμένος
Προφορά

Ετυμολογία
συγκεκριμένος μτχ. παθ. πρκμ. του συγκρίνω

Ερμηνεία
συγκεκριμένος

✦ -η, -ο μτχ. ως επίθ. (Κ -η, -ον) ο υποκείμενος στις αισθήσεις, αισθητός, αντιληπτός
✦ σαφής, καθορισμένος: βρισκότανε πράγματι σε μεγάλη αμηχανία, μα χωρίς συγκεκριμένο λόγο (Γ. Θεοτοκάς)

Συνώνυμα

Αντίθετα
αφηρημένος ,ασαφής, αόριστος
Επιρρήματα
συγκεκριμένα (Κ συγκεκριμένως)

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.