συγκατοικώ


συγκατοικώ
Προφορά

Ετυμολογία
συγκατοικώ αρχαία ελληνική συγκατοικέω-ῶ

Ερμηνεία
ρήμα συγκατοικώ -είς, -εί

✦ ζω στο ίδιο σπίτι με άλλον ή άλλους, μοιράζομαι την ίδια στέγη

Συνώνυμα
συνοικώ
Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.