συγκαταβατικός


συγκαταβατικός
Προφορά

Ετυμολογία
συγκαταβατικός μεταγενέστερη ελληνική συγκαταβατικός

Ερμηνεία
επίθετο┘ συγκαταβατικός -ή, -ό

✦ που δείχνει ή ενέχει συγκατάβαση: ίσως στην ηλικία μας να γίνεται κανείς συγκαταβατικός (Γ. Σεφέρης)

Συνώνυμα
επιεικής, καταδεχτικός, ήπιος
Αντίθετα
αυστηρός, ανεπιεικής
Επιρρήματα
συγκαταβατικά (Κ συγκαταβατικώς)

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.