συγκατάθεση
Προφορά
Ετυμολογία
συγκατάθεση μεταγενέστερη ελληνική συγκατάθεσις
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η συγκατάθεση
✦ το να συγκατατίθεται, να αποδέχεται κάποιος να γίνει κάτι: έφυγε χωρίς τη συγκατάθεση των γονιών της
Συνώνυμα
συγκατάνευση, συναίνεση
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–