συγκίνηση
Προφορά
Ετυμολογία
συγκίνηση αρχαία ελληνική συγκίνησις
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η συγκίνηση
✦ ψυχική διέγερση από λύπη, χαρά ή άλλο έντονο συναίσθημα: κοιτάει με συγκίνηση το χωριό του, που χάνεται στον ανήλιο ορίζοντα (Κ. Καραγάτσης)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–